εὐθυντῆρας

εὐθυντῆρας
εὐθυντήρ
corrector
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευθυντήρας — ο (Α εὐθυντήρ) [ευθύνω] νεοελλ. όργανο με το οποίο γίνεται εύθυνση, ίσιωμα κάποιου αντικειμένου ή μέλους τού σώματος αρχ. 1. αυτός που ξαναφέρνει στον ίσιο δρόμο, ο τιμωρός 2. ως επίθ. φρ. «εὐθυντήρ οἴαξ» το τιμόνι που κρατάει σε ευθεία πορεία το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”